- ἐπηυλίσθησαν
- ἐπαυλίζομαιencamp on the fieldaor ind pass 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαυλίζομαι — ἐπαυλίζομαι (AM) ζω κοντά σε κάποιον («πραέων τοῑς τόποις ἐπαυλίζῃ», Μηναία) αρχ. 1. αυλίζομαι, στρατοπεδεύω («ἐπηυλίσθησαν ἐγγὺς τῶν νεῶν», Δίων Κάσσ.) 2. καταλύω κάπου, περνώ τη νύχτα 3. (για πουλιά) κουρνιάζω, κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek